Από μικρός που ήμουνα πίστευα στο Θεό
Οι δυο γονείς με βάφτισαν και με είπαν Χριστιανό
Στο σπίτι μου το πατρικό θυμάμαι μια γωνία
Δεκάδες εικονίσματα, στο κέντρο η Παναγία
Πριν κοιμηθώ ή σηκωθώ με ευλάβεια προσκυνούσα
και το σταυρό μου έκανα και προσευχή ζητούσα
Με ξύπναγαν τις Κυριακές για να εκκλησιαστώ
Μου ‘παν το χέρι του Παπά πως πρέπει να φιλώ
Έμαθα τα τροπάρια, κρατούσα και νηστεία
και τ’ όνειρό μου να γενώ, ΜΑΤ στην Αστυνομία
ΘΑ δέρνω και θα κοπανώ, θα βγάζω την γκλομπάρα
θα σπάζω κανά κόκαλο και σβέρκους, καμιά σπάλα
Και θα δαγκώνω σαν οχιά τους διαδηλωτές
και ύστερα στην Παναγιά να κάμω σταυρωτές
Θα τρέχω στον πνευματικό άφου όμως θα’ χω δέιρει
το χέρι για να του γλυκοφιλώ, θα ανάβω το καντήλι
θα προσκυνώ ευλαβικά παπάδες και ιερέα
κι ύστερα πάλι πέτρες θα πετώ και δακρυγόνα ωραία
Την μια γονατισμένος, σκυθρωπός, άνθρωπος φοβισμένος
μεγαλωμένος με το κατηχητικό, στις απορίες χαμένος
Την άλλη άγριος ματατζής έτοιμος για ανθρωποθυσία
καταστολή- εκκλησιασμός, Χριστός κι αστυνομία
Reblogged this on ΝΕΑ ΧΩΡΙΣ ΦΙΛΤΡΟ ΦΕΛΛΟΥ.