Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί
Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί
Μον’ να ‘ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να ‘χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα ‘ταν τιμή μου που ‘χασα το γελαστό παιδί
Βασιλικιά μου αγάπη μ’ αγάπη θα σε κλαίω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα το λέω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί